- κορίων
- κόριονlittle girlneut gen plκόριςbugmasc gen pl (epic doric ionic aeolic)κορέωsatiatepres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορεοκτονία — η [κορεοκτόνος] η εξόντωση τών κοριών … Dictionary of Greek
ναύκορις — η εντομολ. γένος ετερόπτερων εντόμων τής οικογένειας ναυκορίδες, μικρών πεπλατυσμένων κοριών τού νερού που απαντούν στις τροπικές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. naucoris (< ναῦς + κόρις «κοριός»)] … Dictionary of Greek
τρυπανοσωμίαση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) γενική ονομασία πρωτοζωικών παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από τρυπανοσώματα 2. φρ. α) «αμερικανική τρυπανοσωμίαση» ιατρ. τρυπανοσωμίαση που προσβάλλει πολλά εκατομμύρια Νοτιοαμερικανών και οφείλεται στο Trypanosoma… … Dictionary of Greek
παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… … Dictionary of Greek